ποικιλογράφος

ποικιλογράφος
ο
συγγραφέας που γράφει ποικίλα έργα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποικιλογράφος — writing on various subjects masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλογράφος — η, ο / ποικιλογράφος, ον, ΝΑ νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ποικιλογράφοι (κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους) συγγραφείς ποικίλων και ανόμοιων μεταξύ τους θεμάτων τα οποία ανακοίνωναν σε συμπόσια, δείπνα και, γενικά, σε συγκεντρώσεις φιλομαθών αρχ …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • ποικιλογραφώ — έω, Α [ποικιλογράφος] προβαίνω σε λεπτομερή επεξεργασία, εισέρχομαι σε λεπτομερή εξέταση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”